20160626

φιλείς τους;

Στο πλαγιασμένο χώμα που φλέρταρε με το να γίνει ένα με την άδικη προβλήτα, εβγήκαν πατώντας επεξεργασμένη ξυλεία. Δίπλα στου βωξίτη το γέννημα θρέμμα, καθόταν θλιμμένη η μονοφωνική πηγή, αλλά είχε σωπάσει εδώ και μήνες, περιμένοντας τον ήλιο να χτυπήσει κάθετα.

Το κιγκλίδωμα που ανήκει στην υπογείως διαγραφόμενη πολιτεία και τον ήσυχο βίο του ασπόνδυλου, εκείνο δέχθηκε τα φορτισμένα από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις της αβίαστης παράδοσης σαρκία.

Τα πεζά προχειρόλογα που εννοείται ότι ευχαρίστως οδηγούν τον ελεύθερο παρεδωσισμό, είχαν τώρα πάει να κοιμηθούν. Κι έτσι, όπως άχρονα τους αγαπάει χωρίς ξεκίνημα, έτσι ο λόγος σαρκώθηκε σε μέρες τέλους, σε μέρος λατρείας και ομοίασε – ω θάμβος! – ομοίασε στο ζενίθ της απύθμενης ευγνωμοσύνης προς εκείνη που δέχθηκε τα πάντα, ελεύθερα, όπως της έδειξε, πληρώνοντας την ύπαρξή της, ο γιός της.


Άλλη φορά, μαζεύτηκαν στη ρίζα μυκηναϊκών οχυρώσεων ή στη ρίζα που θυμίζει την άρνηση, να γίνουν ωσάν αυτούς που τους καπελώσανε. Αν λίγος ναρκισσισμός της πρώτης νιότης έδινε αβέβαιος τις αποχρώσεις του στην σκηνή, αυτό δεν ήταν επειδή όλο το είναι τους τού άνηκε, αλλά επειδή τα πράγματα έχουν εδώ και χιλιετίες πάρει μια υφή – αυτή την υφή του δεν σώζονται εξ’ αιτίας μιας απατηλής διεκπεραίωσης λιστών, αλλά εξ’ αιτίας του πνιγμού σε ωκεανούς αγάπης ληστών. Δεν είναι ο άλλος που μαράζωσαν να γελιούνται ότι χτίζουν εντός τους, αλλά ο άλλος που τους δίνεται και ύστερα ο ίδιος, μα κι ο άλλος άλλος που δίνονται.

Ο πάγκος που περιτριγυριζόταν από τα φωτισμένα ψυχοσώματα, ελούζετο από ηλεκτροφόρα φώτα και αρκούσε το σύνολο της υπόθεσης και δεν είχαν χρεία άλλη να μαντρώνει, πιθανότατα, τα λυμένα βλέμματα.  

.

20160624

ένα


τριβή μπουζί

Στέρεψε το φάσμα του τετριμμένου, ας πούμε αισθητού. Εκείνος ο λόγος που ζητούσε από καιρό να εξαντληθεί στα σπλάχνα του αέρα της βαρύτητας, ίσως να ξεκίνησε να βρει τα ξεχασμένα περάσματα που αρκετοί είπαν, ήδη από τα χρόνια της παιδικότητας, ότι οδηγούν από το κάστρο στην ακτή. Όταν τρέχει – ποιος τρέχει; – και ρουφάει το αίμα της αβίαστης αναπνοής και πράξης, αποζητιέται όχι πάντα, αλλά είναι κομβικό που αποζητιέται, η στροφή, η βουτιά και η αγρυπνία. Καθώς στρέφεται, βουτάει, καθώς βουτάει αγρυπνεί, καθώς αγρυπνεί, στρέφεται.

Και ο τόπος ανοίγει, το φως απλώνεται, μα, και μπορεί να βρει το προδιατεθειμένο χώμα, ώστε να χαριστεί το έμβρυο. Η μνήμη πλακούντας.

Τα χέρια πάνω στην πέτρα, που τώρα ζεσταίνεται από τον ήλιο και έχει αρκετή ξηρασία ώστε η γέννηση της υπέρθεσης να φέρνει τον κατευνασμό της ανείπωτης θλίψης. Η τελευταία διακριτή οδός δίπλα στην ευρέως κατοικημένη από ανθρώπους αγκαλιά, πριν το βουνό και το υδάτινο όριο μιας μακρινής συνάθροισης αλλιώτικα ανήσυχων ψυχών. Να, αυτά είναι στην υπέρθεση και η γεύση γλυκαίνει, το φούντωμα της πλάσης εμβαπτίζει την όσφρηση και τα χέρια σύρονται στις χαράδρες της πέτρας. Τα χέρια στην πέτρα.

.