20160808

της τρίτης των πολλαπλών πολύπλοκων ξημερωμάτων

Ώστε να εξισσοροπηθεί η πριν από οτιδήποτε άλλο επίπονη ταλάντωση, αυτή η πιθανότατα ανύπαρκτη.

Στον μικρό χώρο με τα σαφή όρια, αυτά τα συχνά ακάλεστα, διεκόπη το ημερήσιο ταξιδάκι των σπανίως καταλαμβανόντων χώρα στην σφαίρα του απλώς αισθητού βομβαρδισμών. Το σπάσιμο της ροής δεν βοηθούσε σε καμία περίπτωση κάτι άλλο πέρα από μια χούφτα χοντροκομμένων ενστικτοδών καθόδων. Της τραυματισμένης ψυχής από έξω το κλάμα, αυτό το μικρό, το πεντακάθαρο, το νικητήριο απέναντι σε όλη την δύναμη του σύμπαντος κόσμου. Να, αυτό αναμόχλευε τώρα τα κομματάκια της πρωτόγνωρης, ενδεχομένως πρωτόγονης κατάστασης και η αιματοχυσία καταμεσής του κάμπου, στην μάχη με των ενστίκτων την χούφτα μόλις είχε αρχίσει να δίνει τους πρώτους αιωρούμενους καρπούς. Διοχετεόντας πάλι την μνήμη στα τεκταινόμενα από έξω, οι υπόλοιποι αντιδρούσαν, μα δεν καταλάβαιναν, έδιναν το παρόν, αλλά τα μάτια τους είχαν προ πολλού σφραγιστεί από ξεραμένα αίματα μεταμφιεσμένων τερατωδών χαϊδεμάτων. Και δεν έχει καμία σημασία αν η πεζή αλήθεια συναντάει ή όχι τις συσπάσεις της μήτρας μιας ετοιμόγενης μπροστά στον τοκετό του απειροελάχιστου νοήματος. Αφού, αν η αναζήτηση ίδρωνε στα βουνά αυτά, τα μονίμως φωτιζόμενα από το σκότος, τότε το χώμα θα ήταν το τέλος.


Και να επιστρέψει, ύστερα, στην οριζοντίωση και να βαλθεί οπωσδήποτε να ξανακαλέσει της μηχανής τα σκιρτήματα, να αφήσει, ίσως, λίγο περιθώριο για συνέχιση της ανάδευσης, επ’ ουδενί όμως, να μην αφήσει το θέριεμα να δώσει αμετάκλητη στροφή – συθέμελο ταρακούνημα. Θλίψη εκ πρώτης όψεως, άγνωστες οι βουλές, ωστόσο.