20161021

δοτινενσινβλαρτεί

είπε: «εγώ εδώ δε μένω»
δεμένο το δείγμα της δαιδαλώδους διάδρασης
από τα απώτερα κότερα
τα νομιζόμενα οικεία
οικία δεν έχει
έχει απώτερη
πιότερη του νυν
                  συν του ότι το ζειν στο νυν
                  είν’ το εν, καθότι το μην δε ζει
         και δη το μεν, το δε
ώδε ουκ έστιν
«στην μέσην δες την», είπε
είπε «εγώ δε βλέπω»
«άρτους τυφλός βλέπω», είπε
«άρτι βλέπω», είπε
«άρτους ουχί», είπε
«μόνο φως!»

.

20161011

φθίνουσα, η των οπωρώνων

Με το κράτημα της μνήμης, το μήλο της δοκιμασίας.

Με απόκλιση μερικών· πιθανότατα εξήντα σκοτάδια και εξήντα ανακλίσεις και εξήντα παρωπίδες από τις γήινες.

Στον μισό χώρο από αυτόν που συνήθως η αντίληψη δεχόταν, όλο με πολλών ανείπωτων την συσσώρευση θρεμμένο, αλλά και στο Ιερό της αδιαπραγμάτευτης προσφοράς – ή μάλλον ενός χρέους – προσφερόμενο. Των άκρων η αγκύλωση, ταγμένη στην προσήλωση κι ο φόβος του μοναχού να αλληλοξεκοιλιάζεται με την γοητεία των ορίων που δεν αγάπησε να μετριάζεται.

Πού είναι ο Καταμαρτυρόπουλος, η Ηλιαστή η Ανωτάτου, ο Θολομνήμων Πρωτονέος, η Παθωνία Φωσωσμένου;

Τα ύδατα ανέβηκαν, το βόλεμα επνίγηκε, στο άχρηστο γυρολόι, η σιωπή δυνάστης λυτρωτής, τα κατά δύναμη τείχη της εις τα ίδια πόλεως, που πασχίζει διαπερατά και ορθωμένα, δεκτικά και αμείλικτα να κρατήσει. Περπάτησε στο νήμα το μίσος; Ανέβηκε στο δώμα καθόλου; Να λάβει χώρα κάποια διερεύνηση για την αξίας της διερεύνησης περί της απέλπιδας βουτιάς στον ωκεανό του νοιαξίματος;

Όταν κουλουριάζεται με τα μάτια βγαλμένα από πάνω, σε νιώθει κοντά του. 

20160925

όντας

Επαναλαμβανόμενο γέμισμα, το κράτημα δεν έφταιξε, τα εξωγενή για την παραμόρφωση και το αδικαιολόγητο της ποσότητας. Αν δεν είναι η αιτία, είναι σίγουρα αυτό που ευκόλως προκύπτει από το κατά λάθος άγγιγμα πυρωμένου και ανεπιθύμητου, διότι το ξερατό του έγκατος τυγχάνει λύπης και δεν αναμένεται πάντα αείμνηστη εκδοχή.

Και πώς να χαρακτηριστεί τώρα το τώρα; Να χαραχτεί να χαρεί της λείανσης την φρικτή αποκάλυψη ότι ναι μεν δεν κατέβηκε το βάδισμα, αλλά νομίστηκε ως απόλυτα παθητικό το θυμικό το άλλων αρχαιότερων χρόνων ιππικό.

Ζάλη αιθρίων, τίποτα δεν ήρθε σήμερα από την αθώα του την ανέγγιχτη και να κατατρώει αυτός ο επικρατών την άμμο, το χρώμα μιας όψης σε τρία σημεία της υπέρλογης και την χωρίς σκοπό παρακέντηση από την πλημμύρα του οφθαλμικού κενού, πλήρους αντιληπτών, μα όχι απτών. Ο όντας.  

.

20160902

η διάχυση και η παραμονή

Η διάχυση στην μεγαλοπρέπειά της και τα ευνοϊκώς σαρκαστικά της δώρα να κουκουλώνουν αυτόν που στο φρέσκο αυτό σκότος θα φιληθεί με ατσούμπαλες κουβέρτες, αντί του απύθμενου κοινού. Και να στέκεται εκεί να τρώει άθελά του σχεδόν τους κρατήρες της μεταμεσονύκτιας μεσημβρίας και ποτέ ξανά η άδεια στο άλλο της άκρο γραμμή δεν πόνεσε τόσο λίγο. Τόσο λίγο που μάλλον ξεχάστηκε επειδή το έδαφος είναι το τούβλο του τηλεφώνου σε μέρα μάρτυρα και η κίνηση της διττής φύσης δεν ντρέπεται να κουμπώσει λίγο παρακάτω από τους χορούς της βαμβακερής πυράς.  


Ευλογημένης παραμονής κοπιαστικής παραμονής, νιώθεται όμως ένα κάποιο αγωνιώδες ακολούθημα ή μάλλον ευγενές τράβηγμα και να μη θέλει να κοιτάξει την μέριμνα επειδή (μακάρι να είναι όντως έτσι) __ μα, θα εμφανίζονται όλα τόσο πολύ στρατιωτικώς σε θλίψη; Έμεινε να ρουφάει τον υδροχόο κι έμεινε να εορτάζει την κατατρεγμένη έλευση της δακρύβρεχτης υπενθύμισης ότι η επιβίωση ήταν βίωση, αλλά τα έχασε όλα και στολίστηκε όλον τον κόσμο, όλο το πνεύμα του κόσμου κι ένα επί. 

.

20160808

της τρίτης των πολλαπλών πολύπλοκων ξημερωμάτων

Ώστε να εξισσοροπηθεί η πριν από οτιδήποτε άλλο επίπονη ταλάντωση, αυτή η πιθανότατα ανύπαρκτη.

Στον μικρό χώρο με τα σαφή όρια, αυτά τα συχνά ακάλεστα, διεκόπη το ημερήσιο ταξιδάκι των σπανίως καταλαμβανόντων χώρα στην σφαίρα του απλώς αισθητού βομβαρδισμών. Το σπάσιμο της ροής δεν βοηθούσε σε καμία περίπτωση κάτι άλλο πέρα από μια χούφτα χοντροκομμένων ενστικτοδών καθόδων. Της τραυματισμένης ψυχής από έξω το κλάμα, αυτό το μικρό, το πεντακάθαρο, το νικητήριο απέναντι σε όλη την δύναμη του σύμπαντος κόσμου. Να, αυτό αναμόχλευε τώρα τα κομματάκια της πρωτόγνωρης, ενδεχομένως πρωτόγονης κατάστασης και η αιματοχυσία καταμεσής του κάμπου, στην μάχη με των ενστίκτων την χούφτα μόλις είχε αρχίσει να δίνει τους πρώτους αιωρούμενους καρπούς. Διοχετεόντας πάλι την μνήμη στα τεκταινόμενα από έξω, οι υπόλοιποι αντιδρούσαν, μα δεν καταλάβαιναν, έδιναν το παρόν, αλλά τα μάτια τους είχαν προ πολλού σφραγιστεί από ξεραμένα αίματα μεταμφιεσμένων τερατωδών χαϊδεμάτων. Και δεν έχει καμία σημασία αν η πεζή αλήθεια συναντάει ή όχι τις συσπάσεις της μήτρας μιας ετοιμόγενης μπροστά στον τοκετό του απειροελάχιστου νοήματος. Αφού, αν η αναζήτηση ίδρωνε στα βουνά αυτά, τα μονίμως φωτιζόμενα από το σκότος, τότε το χώμα θα ήταν το τέλος.


Και να επιστρέψει, ύστερα, στην οριζοντίωση και να βαλθεί οπωσδήποτε να ξανακαλέσει της μηχανής τα σκιρτήματα, να αφήσει, ίσως, λίγο περιθώριο για συνέχιση της ανάδευσης, επ’ ουδενί όμως, να μην αφήσει το θέριεμα να δώσει αμετάκλητη στροφή – συθέμελο ταρακούνημα. Θλίψη εκ πρώτης όψεως, άγνωστες οι βουλές, ωστόσο. 

20160731

της κατά φαντασίαν συνάξεως

Να μπλαντάξει, να μη νιώσει, να σαπίσει να τελειώσει.

Ώστε να ηρεμήσει, να μείνουν τα απολύτως απαραίτητα, που κι αυτά καθ’ υπερβολήν θα λέγαμε ότι διαχείριση λαχταρούν.

Να αγνοείται, να μη νομίζεται, όλοι οι θύται γκρεμοτσακίζονται.


Ώστε ποτέ ξανά δεν θα γυρίσει να δει τις αβύσσους των κυκλωμάτων, έχοντας προ πολλού στραφεί για να τραφεί.

.

20160721

της δακρύβρεχτης καθόδου

Γυρίζει με την εκ βαθέων ακατάληπτη στην ολότητά της περπατησιά, περνώντας των παρωχημένων μηχανών τα σημάδια φραγής, ίσως της κοιμήσεως την μνήμη φέρνοντας παράλληλα στου διευθυντού των θλιβερά στημένων διαδικασιών έδρα, χαμηλώνοντας το ανάστημα διαμέσου πέτρινων επιφανειών πιο ανθρωπομορφικών εποχών, κλείνοντας τον μικρό κύκλο της φωτιζόμενης από τον δωρητή διαδρομής με την αποκοπή κυανών ακρίδων βουτηγμένων σε έλαιο ευωδιαστό. Όπως άλλωστε την ξεκίνησε την διαδρομή. Όλα τα στοιχεία που ερεθίζουν τις εντυπώσεις μιας τάχα μου φύσης, είναι ανόητα, βαλμένα εντός αδικαιολόγητα μικρής ακτίνας, όπως ξανασυναντήθηκε η προαναφερθείσα κουταμάρα στην μετά τον τρίτο χρόνο αγαπημένη σύναξη ανθρωπογενών δημιουργιών και, πιο συγκεκριμένα, όχι πολλά βήματα μακριά από το κοιμητήριο.

Κι όλα αυτά έξω από οικίες με ευρείες ποικιλίες ανέμων, σκόνης και εορτών ακατανίκητων σκέψεων. Μα πόσο θαυμαστό είναι που όλα συναντώνται κάτω από πέπλα μνήμης που έχουν απογειωθεί σε διαφορετικούς καιρούς και κανένα δεν θέλει να βουλιάξει την φτέρνα του, ποτέ ξανά! Ο υετός εγκλωβίζεται κατατρομαγμένος από τον έτσι κι αλλιώς παράλυτο αστερισμό και τα υγρά της παράνοιας μόνο σε ενοχλητικά μαλάκια καταλήγουν να προσφέρουν παρηγοριά. 

Άλλη νύχτα, τα πανιά των ψευδαισθήσεων τραβήχτηκαν και ξεπρόβαλλε ένα μόνο μέρος από τον καλώς φτιαγμένο απώτερο καμβά, που χόρευε πάνω από το καρβουνιασμένο λιβάδι την γυναίκα που έδωσε το όνομά της στην ανηφόρα προς τα τείχη όλων των γενεών. Κανένας δεν ήταν δίπλα. Θόλωνε η ματιά από τους ποταμούς του παραπόνου μπροστά στου ποταμού τους αβάσταχτους, γαλήνιους αντικατοπτρισμούς. Δεν έμειναν περισσότερα, παρά μόνο τα βέλη της άκρατης νηνεμίας που μαζί με τα εξάποδα έρεαν προς το κουρασμένο απάγκιο, όσο η ώρα της οριζόντιας αγωνίας πλησίαζε. 

Κι έτσι πέρασαν οι τελευταίες παραστάσεις των μερικές φορές πολύ συγκεκριμένων ζητουμένων ή των άλλοτε ακροβατούντων παραδόξων. Η πληγή του τόπου που παρατήθηκε, έχει ανοίξει χιλιόμετρα χαράδρες και στέλνει τον κλαυθμό και τον οδυρμό πολύ πριν ο γυρισμός την φέρει κοντύτερα. Κύριε, σε τί ξέρες θα τερματίσει όλο αυτό; Πώς ήταν οι άνθρωποι όταν τον παλιό άνθρωπο πάλευαν να αποτινάξουν τόσο πολύ, ώστε να έχουν φτάσει μέχρι ετούτους εδώ τους βηματισμούς των ελαφρώς κρυμμένων επιστροφών; 

.

20160711

ακούμπημα εντός του ελαιώνα της άκρης

Όταν η πορεία προς το Πέρασμα δεν είχε αντέξει να ξεκινήσει ιδιαίτερα μακριά από την Έλευση, οι κατά κύματα επιδρομές αλαφιασμένων εξάρσεων του αισθητού, πρωταγωνιστούσαν, βεβαίως. Κάθοδος από τα όρια μεταξύ του αυθόρμητα γεννημένου ιστού και της προγραμματισμένης βιωτής, προς τον τόπο της άλλης πρότασης που δεν είχε ποτέ τίποτε να κάνει με τον κόσμο που αμέτρητοι ελόγησαν ως έλλογο. Ή κύλιση πάνω στο φουριόζικο αλλά καθόλου φλύαρο όχημα που εξακολουθεί μέχρι τις μέρες μας να προσφέρει μικρές υπερβάσεις νομιζόμενων ανυπέρβλητων ορίων. 

Την μία μέρα βγήκε από τον τόπο της πρότασης για αλλαγή της ζωής και είδε την ψυχή που ενδεχομένως να ζητούσε τα ίδια, έστω πολύ μακροπρόθεσμα. Άλλοτε πάλι, έφτασε έξω από την κατοικία που είναι προϊόν αλλοιώσεων ρόλων ή απλώς, απουσίας παιδέματος, χωρίς τα παραπάνω να μετράνε τόσο πολύ όσο ότι η ίδια κατοικία ευρίσκετο πλησίον ελαιώνων που φυσικά, συμμετείχαν στις προαναφερθείσες επιδρομές. Κάπου εκεί, ανιχνεύεται ένα μεγάλο γύρισμα σελίδας, αφού το στίγμα της ανάμνησης εξόδου από το κουκούλι της άγουρης πολιτείας έμελλε να μείνει αγέρωχο εις τους αιώνες των αιώνων. Εκείνη την ημέρα, μπορεί ο γυρισμός στο πεζούλι της αγουράδας να είχε την εξωτερική εμφάνιση απαράλλαχτη ή ελαφρώς επηρεασμένη, μα, το μάγμα είχε μόλις ξεκινήσει να κατατρώει και να δημιουργεί αδικαιολόγητες ηρεμίες και πυρωμένα τοπία, αντίστοιχα. 

Δεν πέρασαν πολλοί χρόνοι – όχι έτη – και συνειδητοποίησε τον πόνο που προκαλείται όταν πέφτει κανείς άδοξα στο φαινομενικά υγρό στοιχείο που τελικά είναι πιο στέρεο και από τα πυρωμένα τοπία που ξεπετάχτηκαν από τα σκέλια της λάβας. Δεν είχαν ακόμη αναπτυχθεί οι μηχανισμοί με τους οποίους θα γινόταν αντιληπτός ο κόσμος του άλλου ανθρώπου, χωρίς βέβαια να έχει κάποια σημασία το ενδεχόμενο ο άλλος να αναζητούσε την αυτοεπιβεβαίωση. Σάμπως και ο ίδιος που καιρούς πριν ανατίναξε μπαρουταποθήκες σε μαινόμενους ελαιώνες, δεν θα ολίσθαινε αργότερα σε παρόμοια τερτίπια-τμήματα της γενικότερης αναζήτησης; 

Τέλος πάντων, κάπου εκεί έκανε την εμφάνισή της η φαρμακωμένη πραγματικότητα του τόπου που βρισκόταν στην κορυφή, έντονα ανέδυε τις μυρωδιές των κατοίκων του (πιο κοντά σε ημιδιάφανα χωρίσματα εμπρός στον ήλιο), δεχόταν σχεδόν όλες τις πειραματικές, μα και αμετάκλητες κινήσεις και έδινε την σπουδαιότερη ώθηση προς την απεραντοσύνη της ιερής ελευθερίας. Ίσως να ήταν ελάχιστα πριν ανατείλει η εποχή των συλλογικών ασμάτων, όταν από την πατρική παρακαταθήκη έκαναν την εμφάνισή τους τα ακούσματα των πτώσεων στην θάλασσα από ψυχές που δεν είναι άγονες εκτάσεις. Μερικά χιλιοστά κάτω από την λεπτή γραμμή της επαφής της με τον αέρα, αργότερα προέκυψαν πλείστες πτήσεις, των οποίων το παρελθόν χτίστηκε εδώ, στους ποταμούς δακρύων από τις απανωτές μεταμορφώσεις. 

Κατά τις ύστερες περιόδους, όπου τα δράματα εβιώνοντο στα μακράν εξελιγμένα πεδία των ένδοξων μαχών, ξαναείδε εκείνη την ψυχή αρκετές φορές, χωρίς ποτέ να ανταλλάξει μαζί της την οποιαδήποτε κουβέντα για το τί πραγματικά πίστεψε σε εκείνη την ανατολή ή, πιο ορθά, σε εκείνο το άνοιγμά της προς το απροετοίμαστο πέπλο του ανίδεου. 

.

20160709

αγωνιώδους που ίσως ουδέποτε απλώθηκε παραέξω

Σκύλου γελαστού, τελειώματος απρόσεκτου, νέφους χώματος σίγουρου, σκωρίας χορευτής η υποβόσκουσα μέχρι πρότινος και τώρα τελευταία, ολόπικρη αλήθεια. Που έρχεται και έρχεται και αφήνει την ερώτηση – αλλά είναι για το καλό ή για την αλλοίωση η ερώτηση; Βλέπει φωτιές ανάμεσα στους υδρατμούς, όχι η ερώτηση, φυσικά. Γεύεται απλά. Και βλέπει, αλλά δεν βλέπει, ούτε κοιτάζει, γιατί ζει την πλημμύρα που στρογγυλοκάθεται παντού μόλις ανοίξουν τα μάτια. Δεν είναι δικές του οι αναθυμιάσεις, δεν του επιτρέπονται τα καρφιά στους τοίχους και το μπαλκόνι ανήκει στην θανάσιμη ροή συντηρητισμού, στα τετράγωνα και στα σύνδρομα της κακώς εννοούμενης αστάθειας. Αυτοί, οι μη παρέχοντες τα πέριξ των ανοίκειων οσμών, γυρνούν από τον πληκτικό κάματο της ημέρας και εκθέτουν το σαρκίο στην βασιλεία του Άδου. 

Ετούτη εδώ την ώρα, δυσκολεύεται να εμφανιστεί η ησυχία, μπορεί να απουσιάζει επειδή η πίστη έφυγε πριν από αυτή. Και τί νομίζεται ως πίστη; Μα, η εμπιστοσύνη. Θέλει ενεργητικότητα, δεν κάθεται κανείς περιμένοντάς την. Το κουτί είναι ορθωμένο, τυλιγμένο με στοιχειωδώς επεξεργασμένο χαρτί και δέχεται τις εικόνες στην κορυφή. Στάση· και ύστερα ο ανελέητος πόλεμος που κηρύσσεται από τον έξω για να πάει έξω και ο νους. 

Έξω, οι πλίνθοι ρέουν και προκαλούν τα όρια της παραφροσύνης. Δεν είναι δυνατό, οι αποχρώσεις εδώ να μετρώνται στο ένα χέρι. Και οι μορφές οι δολοφονικές. Οι οικτροί θάμνοι που σιγοψήθηκαν στα καθεστώτα των αναερόβιων καθισιών. Το σαφέστερα υπαινισσόμενο πετρέλαιο πάνω στο διάβα των βιαστικών ή και των πιο προβληματικών άκρων. Μπορεί, όμως, να είναι καλύτερα έτσι: αφού το παιχνίδι έχει ήδη χαθεί, γιατί να εντείνεται το μασκάρεμα;

Η στιγμή είναι δύσκολη και η ησυχία έξωθεν ίσως να αυτοεξυπηρετείται ήδη. Αλλά, η γαλήνη του Απολύτου θα αναζητηθεί ξανά με στάση και μικρό ξεβόλεμα σχεδόν μηδαμινής αξίας.       

.

20160706

τρία: μέσ' σε

πετάει ἀθόρυβα
μέσ' σε
στενόμακρα ὑπόγεια
ὅπ' ἀνθοῦν μόνο
λιμάνια

Ν. Εγγονόπουλος - τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής

Νίκου Εγγονόπουλου, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα: 2007, σ. 84





20160703

καταμεσής της κώμης, κοιλάδες του καμάτου

των ολοκληρωμένων ηλεκτρονικών κυκλωμάτων
του βάθους των σκυμμένων
μυριζόντων οφθαλμών
οφθαλμών της σχετικής αλογίας 
διότι ίσως 
έτσι να εντρόπιασαν την
τυχαιότητα
με το ξεμπρόστιασμα που η αλήθεια επιμελήθη 
βούταγε αλόγιστα στην λήθη 
αλόγου αλογία 
κλεμμένων κατά βάθος 
με ξενίζει 
κοίταγε στην ερημιά 
των πικρών οραμάτων την 
γωνιά στην άκρη μιας
άμα δεν ειπωθεί
ίσως να μη λερωθεί
κλειστών κουρτινών 
το ανίκητο δέρμα
πολύ το φως

.

20160702

ο πατέρας νόστερ

του παιδιώδους κατατρομαγμένου την ανέσπερη γνώση
ατμιζομένων λογικοτήτων καταβάσεως σημασιολογία
την ντροπιοσύνη χωματένιου τραβώντας έρποντος παραδίπλα

20160626

φιλείς τους;

Στο πλαγιασμένο χώμα που φλέρταρε με το να γίνει ένα με την άδικη προβλήτα, εβγήκαν πατώντας επεξεργασμένη ξυλεία. Δίπλα στου βωξίτη το γέννημα θρέμμα, καθόταν θλιμμένη η μονοφωνική πηγή, αλλά είχε σωπάσει εδώ και μήνες, περιμένοντας τον ήλιο να χτυπήσει κάθετα.

Το κιγκλίδωμα που ανήκει στην υπογείως διαγραφόμενη πολιτεία και τον ήσυχο βίο του ασπόνδυλου, εκείνο δέχθηκε τα φορτισμένα από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις της αβίαστης παράδοσης σαρκία.

Τα πεζά προχειρόλογα που εννοείται ότι ευχαρίστως οδηγούν τον ελεύθερο παρεδωσισμό, είχαν τώρα πάει να κοιμηθούν. Κι έτσι, όπως άχρονα τους αγαπάει χωρίς ξεκίνημα, έτσι ο λόγος σαρκώθηκε σε μέρες τέλους, σε μέρος λατρείας και ομοίασε – ω θάμβος! – ομοίασε στο ζενίθ της απύθμενης ευγνωμοσύνης προς εκείνη που δέχθηκε τα πάντα, ελεύθερα, όπως της έδειξε, πληρώνοντας την ύπαρξή της, ο γιός της.


Άλλη φορά, μαζεύτηκαν στη ρίζα μυκηναϊκών οχυρώσεων ή στη ρίζα που θυμίζει την άρνηση, να γίνουν ωσάν αυτούς που τους καπελώσανε. Αν λίγος ναρκισσισμός της πρώτης νιότης έδινε αβέβαιος τις αποχρώσεις του στην σκηνή, αυτό δεν ήταν επειδή όλο το είναι τους τού άνηκε, αλλά επειδή τα πράγματα έχουν εδώ και χιλιετίες πάρει μια υφή – αυτή την υφή του δεν σώζονται εξ’ αιτίας μιας απατηλής διεκπεραίωσης λιστών, αλλά εξ’ αιτίας του πνιγμού σε ωκεανούς αγάπης ληστών. Δεν είναι ο άλλος που μαράζωσαν να γελιούνται ότι χτίζουν εντός τους, αλλά ο άλλος που τους δίνεται και ύστερα ο ίδιος, μα κι ο άλλος άλλος που δίνονται.

Ο πάγκος που περιτριγυριζόταν από τα φωτισμένα ψυχοσώματα, ελούζετο από ηλεκτροφόρα φώτα και αρκούσε το σύνολο της υπόθεσης και δεν είχαν χρεία άλλη να μαντρώνει, πιθανότατα, τα λυμένα βλέμματα.  

.

20160624

ένα


τριβή μπουζί

Στέρεψε το φάσμα του τετριμμένου, ας πούμε αισθητού. Εκείνος ο λόγος που ζητούσε από καιρό να εξαντληθεί στα σπλάχνα του αέρα της βαρύτητας, ίσως να ξεκίνησε να βρει τα ξεχασμένα περάσματα που αρκετοί είπαν, ήδη από τα χρόνια της παιδικότητας, ότι οδηγούν από το κάστρο στην ακτή. Όταν τρέχει – ποιος τρέχει; – και ρουφάει το αίμα της αβίαστης αναπνοής και πράξης, αποζητιέται όχι πάντα, αλλά είναι κομβικό που αποζητιέται, η στροφή, η βουτιά και η αγρυπνία. Καθώς στρέφεται, βουτάει, καθώς βουτάει αγρυπνεί, καθώς αγρυπνεί, στρέφεται.

Και ο τόπος ανοίγει, το φως απλώνεται, μα, και μπορεί να βρει το προδιατεθειμένο χώμα, ώστε να χαριστεί το έμβρυο. Η μνήμη πλακούντας.

Τα χέρια πάνω στην πέτρα, που τώρα ζεσταίνεται από τον ήλιο και έχει αρκετή ξηρασία ώστε η γέννηση της υπέρθεσης να φέρνει τον κατευνασμό της ανείπωτης θλίψης. Η τελευταία διακριτή οδός δίπλα στην ευρέως κατοικημένη από ανθρώπους αγκαλιά, πριν το βουνό και το υδάτινο όριο μιας μακρινής συνάθροισης αλλιώτικα ανήσυχων ψυχών. Να, αυτά είναι στην υπέρθεση και η γεύση γλυκαίνει, το φούντωμα της πλάσης εμβαπτίζει την όσφρηση και τα χέρια σύρονται στις χαράδρες της πέτρας. Τα χέρια στην πέτρα.

.