20181108

ο παγετώνας του ανείπωτου

Γύρω απ' την κόρη του ματιού
όλος ο κόσμος γυροφέρνει.

Στις διασταυρώσεις των βλεμμάτων
πιέσεις μάγματος κοχλάζοντος
στον θώρακα, στο μέτωπο, στη γλώσσα,

που αλλιώτικα σ' άλλες φορές,
θα έλυνε και θα 'δενε,
μα τώρα στη σιωπή
του αβυσσαλέου χάους βυθισμένη.

Κι αφού το τίποτα του λόγου
ξεχύθηκε να πνίξει τις ματιές,
είπαν να σφίξουν οι αγκάλες,
να πουν τα χέρια, οι παρειές
όσα δεν μπόρεσαν να βγουν
από τα σύρματα της δύσκολης πορείας.

Και δυο και τρεις φορές τα στήθη να ανθίζουν
και του αποχωρισμού το αμίλητο
να καίει την οικουμένη·

κι έπειτα πάγωμα στα γόνατα,
ο ανασασμός θρυμματισμένος,
το στέρνο άνυδρο, πιασμένο στις τανάλιες,

που αρκετοί τις αποδέχθηκαν να υπάρχουν
για να πορεύονται τα βλέμματα αιωρούμενα
για να εκλαμβάνεται το ένα ως κανένα
και οι ζωές να ρέουν αλόγιστα
όπως το κόκκινο στο χάραμα θεριεύει.